Διαμεσολάβηση

  • Διαδικασία

    Η διαμεσολάβηση είναι μία δομημένη διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας δύο ή περισσότερα μέρη προσπαθούν να επιλύσουν τη διαφορά τους με τη βοήθεια ενός τρίτου προσώπου (διαμεσολαβητή), ο οποίος είναι ουδέτερος, αντικειμενικός και αμερόληπτος. Εισήχθη στην Ελλάδα  το 2010 με το νόμο 3898, οποίος εναρμόνισε το εθνικό μας δίκαιο με την κοινοτική οδηγία 2008/52/ΕΚ.  Ο νόμος που τη διέπει σήμερα είναι  ο ν. 4640/2019. 

  • Υποθέσεις

    Στη διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, στις οποίες τα μέρη έχουν  εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς.

  • Αρχές

    Η διαμεσολάβηση διέπεται από τις αρχές της εμπιστευτικότητας, της ισοτιμίας των μερών, της ιδιωτικής αυτονομίας, της ουδετερότητας και της αμεροληψίας του διαμεσολαβητή. Είναι μία διαδικασία εκούσια και μη δεσμευτική. Αυτό σημαίνει ότι τα μέρη επιλέγουν να προσέλθουν στη διαδικασία και εξ αυτού του λόγου είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν σε οποιοδήποτε σημείο της διαδικασίας, εφόσον το επιθυμούν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης τίποτα δεν είναι δεσμευτικό μέχρι τη στιγμή που τα μέρη θα καταλήξουν σε συμφωνία και θα την υπογράψουν. Από εκείνο το σημείο – της υπογραφής  του Πρακτικού Διαμεσολάβησης που εμπεριέχει τη συμφωνία των μερών –  η συμφωνία γίνεται δεσμευτική και από την κατάθεση του Πρακτικού στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την επίλυση της διαφοράς, η συμφωνία αποκτά εκτελεστότητα.  

  • Υποχρεωτιικότητα

    Από  το 2019  τα μέρη έχουν την υποχρέωση, σε συγκεκριμένες υποθέσεις που απαριθμεί ο νόμος 4640/2019, προτού προσφύγουν στη δικαιοσύνη, να προσέλθουν στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης (ΥΑΣ), κατά τη διάρκεια της οποίας ο διαμεσολαβητής  ενημερώνει αναφορικά με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, για το αν η διαφορά τους είναι δεκτική επίλυσης με τη διαδικασία αυτή, για τα πλεονεκτήματά της σε σύγκριση με το δικαστήριο. Αυτή η ενημερωτική συνάντηση δίνει στα μέρη και στους δικηγόρους τους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τόσο το θεσμό της διαμεσολάβησης όσο και το διαμεσολαβητή και να αποφασίσουν αν επιθυμούν να επιλέξουν αυτή την οδό επίλυσης της διαφοράς τους. 

Γιατί κάποιος να επιλέξει τη διαμεσολάβηση αντί για το γνώριμο θεσμό των δικαστηρίων; 

  • Στη διαμεσολάβηση τα μέρη είναι εκείνα που έχουν τον έλεγχο της υπόθεσής τους και επιλέγουν τα ίδια τη λύση που θα δώσουν, ο διαμεσολαβητής δεν εκδίδει απόφαση (όπως κάνει ο δικαστής), αλλά βοηθάει τα μέρη με τις τεχνικές του να βρουν την καλύτερη δυνατή λύση για όλους τους εμπλεκόμενους.
  • Είναι διαδικασία εμπιστευτική με μικρότερο κόστος. 
  • Η διαφορά μπορεί να επιλυθεί γρηγορότερα.
  • Είναι διαδικασία εθελοντική.
  • Είναι διαδικασία ευέλικτη: ενώ έχει δομή, ωστόσο δεν διέπεται από  αυστηρούς δικονομικούς κανόνες και αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η διάθεση που έχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι να επιλύσουν τη διαφορά τους.
  • Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.

Η διαμεσολάβηση είναι μια διαφορετική διαδικασία πολιτισμού που αξίζει να την επιλέξει  κάποιος για την επίλυση της διαφοράς του.